καταπόδι

καταπόδι
και καταπόδα και καταπόδας (AM κατά πόδα[ς], Μ και καταπόδι[ν], καταπόδου και καταποδοῡ)
επίρρ.
1. ακριβώς από πίσω, κατόπιν, στα ίχνη κάποιου («παίρνω καταπόδι» ή «πηγαίνω καταπόδι κάποιον» — παρακολουθώ, κυνηγώ, καταδιώκω, παίρνω από πίσω κάποιον»)
2. (με ουδ. αρθρ. ως ουσ.) το καταπόδι
η συνέχεια, το αμέσως επόμενο, το αποτέλεσμα, το επακόλουθο («τής τεμπελιάς το καταπόδι πείνα και ζητιάνεμα» — το επακόλουθο τής τεμπελιάς είναι η πείνα και το ζητιάνεμα, παροιμ.)
μσν.
1. μαζί με κάποιον
2. ξανά πίσω
3. χρον. μετά, έπειτα από κάποιον ή κάτι
4. όμοια με κάποιον
5. σύμφωνα με κάποιον, όπως επιθυμεί και επιβάλλει κάποιος
6. φρ. α) «πηγαίνω καταπόδου τὸν Κύριο» ή «πηγαίνω καταπόδου τὰ εἴδωλα» — ακολουθώ πιστά, λατρεύω
β) «γεμίζω καταπόδου τὸν Κύριο» ή «γεμίζω καταπόδου τοῡ Κυρίου» — ακολουθώ, πρόσκειμαι, μένω πιστός στον Κύριο
γ) «στρέφομαι ἀπό καταπόδου κάποιον» — απομακρύνομαι από κάποιον, εγκαταλείπω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατὰ πόδας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταπόδι — επίρρ. τροπ., αμέσως κατόπιν κάποιου: Τον πήρε καταπόδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταποδιαστός — ή, ό 1. αυτός που ακολουθεί κάποιον καταπόδι, από πίσω 2. αλλεπάλληλος, συνεχόμενος («καταποδιαστές επέσαν οι συφορές στο σπίτι του»). επίρρ... καταποδιαστά 1. χωρίς σταμάτημα 2. ο ένας μετά τον άλλο, στη σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπόδι + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • καταπόδα — βλ. καταπόδι …   Dictionary of Greek

  • καταπόδας — βλ. καταπόδι …   Dictionary of Greek

  • φρεναπάτη — η, Ν ψευδαίσθηση, πλάνη («κι όλοι... το καταπόδι σου πετούν στού νου τη φρεναπάτη», Γρυπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρην, φρενός + απάτη. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • ύστερο — το / ὕστερον, ΝΜΑ (ιατρ. κτην.) τα εξαρτήματα τού εμβρύου που αποκολλώνται από τη μήτρα και αποπίπτουν μετά τον τοκετό, δηλαδή ο πλακούντας, οι υμένες, και η ομφαλίδα, κν. άκλουθο και καταπόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ὑστέρα με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • φρεναπάτη — η απάτη (πλάνη) των φρενών ή των αισθήσεων, απατηλή αντίληψη, παραίσθηση, ψευδαίσθηση, πλάνεμα: Κι όλοι... το καταπόδι σου πετούν στου νου τη φρεναπάτη (Ι. Γρυπάρης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”